διαμονή

διαμονή
η
1) проживание, пребывание, нахождение; 2) местожительство, местопребывание; жилище; резиденция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "διαμονή" в других словарях:

  • διαμονῇ — διαμονή continuance fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονή — continuance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονή — η 1. η διαβίωση σε κάποιον τόπο, συνήθως για περιορισμένο χρονικό διάστημα: Η διαμονή του στο ξενοδοχείο ήταν πολύ ευχάριστη. 2. ο τόπος κατοικίας: Πάντα με ανανεώνει η διαμονή μου στην εξοχή το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… …   Dictionary of Greek

  • διαμονῆι — διαμονῇ , διαμονή continuance fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμοναῖς — διαμονή continuance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονᾶς — διαμονή continuance fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονῆς — διαμονή continuance fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονῇς — διαμονή continuance fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονήν — διαμονή continuance fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμονῶν — διαμονή continuance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»